- παρᾶσσω
- παρ-ᾶσσω, part. παρᾶΐσσοντος, aor. παρήῖξεν: dart by, spring by. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παραΐσσω — και αττ. τ. παρᾴσσω Α περνώ, τρέχω βιαστικά, ορμητικά («ἵπποι γὰρ με παρήϊξαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] … Dictionary of Greek